μπρικέτα

μπρικέτα
η
1. μικρό τούβλο
2. μικρή πλίνθος από πεπιεσμένη σκόνη λιθάνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. briquette, υποκορ. τού γαλλ. brique «τούβλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλινθάνθρακας — ο, Ν πλίνθος που αποτελείται από πεπιεσμένη σκόνη γαιανθράκων και συνδετική ύλη και που κατασκευάζεται με συμπίεση σε ειδικές μήτρες, κν. μπρικέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + άνθρακας] …   Dictionary of Greek

  • πλινθίο — το / πλινθίον, ΝΑ [πλίνθος] (με υποκορ. σημ.) μικρή πλίνθος νεοελλ. 1. αρχιτ. τετράγωνη πλάκα πάνω στην οποία στηρίζεται κολόνα ή στήλη 2. πλίνθάνθρακας, μπρικέτα 3. ξύλο με το οποίο πλάθουν πλίνθους, φόρμα, καλούπι 4. (μεταλργ.) τύπος μέσα στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”